dimanche 18 mai 2008

D'AUTRES TRADUCTIONS en Français DE LA PRIERE DU SEIGNEUR


Ne pas penser qu'il y a une seule version de la prière du Seigneur (la "bonne"), aller sur ce merveilleux site !


Voici quelques traductions en français :


Français (Assemblée des évêques orthodoxes de France): Notre Père
Français: Notre Père
Français (La plus ancienne traduction connue en français - XIIe siècle): Li nostre Perre
Français (XIIe siècle v2): Sire Pere
Français (Anglo-Norman du XIIe siècle): Li nostre Pere
Français (XIIIe siècle): Nostre Peres
Français (Raoul de Presles, fin XIVe siècle): Nostre Pere
Français (Piccard XVe siècle): Peres nostres
Français (Bible protestante XVIe siècle): Nostre pere
Français (Clément Marot XVIe siècle): Pere de nous
Français (Bible protestante du XVIe siècle Pierre Robert Olivetan): Nostre Pere
Français (Confession de foi de Genève XVIe siècle Jean Calvin): Nostre Pere
Français (Traduction catholique du XVIe siècle Yves d'Evreux): Nostre Pere
Français (Bible Protestante du XVIIe siècle Maresior): Nostre pere
Français (Bible catholique du XVIIe siècle Lemaitre de Sacy): Notre Pere
Français (Bible Protestante du XVIIIe siècle David Martin): Nostre pere
Français (Bible Catholique du XVIIIe siècle Richard Simon): Nôtre pere
Français (Bible Protestante du XIXe siècle J.-F. Ostervald): Nostre pere
Français (Bible Protestante du XIXe siècle Darby): Notre Père
Français (Bible Catholique du XIXe siècle Augustin Crampon): Notre Père
Français (Traduction Louis Segond 1881): Notre Père
Français (La Version Synodale 1910): Notre Père
Français (Traduction par spécialiste de l'Hébreu Paul Joün 1930): Notre Père
Français (Traduction par Émile Osty 1948): Notre Père
Français (La Bible de Jérusalem 1950): Notre Père
Français (La Bible en français courant 1982): Notre Père
Français (Traduction Œcuménique de la Bible 1988): Notre père
Français (Traduction d'André Chouraqui 1989): Notre père
Français (Français fondamental 1990): Notre Père
Français (Traduction de Claude Tresmontant 1991): notre père
Français (Bible de la Liturgie 1993): Notre Père
Français (Bible du Semeur 2000): Notre Père
Français (Bible "des écrivains" Bayard 2001): Notre Père
Français (Nouvelle Bible Segond NBS 2002): Notre Père
Français (Traduction Littérale par Louis Pernot): Notre Père
Français (Traduction Explicative par Louis Pernot): Notre Père

Lire l’intéressant débat qui a eu lieu sur le " Forum Orthodoxe "
à partir du livre de " Jean-Marie Gourvil "sur la traduction du Notre Père : « Ne nous laisse pas entrer dans l'épreuve" Une nouvelle traduction orthodoxe du Notre Père » paru aux éditions Editions F.-X. de Guibert

mercredi 7 mai 2008

Ἑρμηνεία στὴν Κυριακὴ Προσευχή - COMMENTAIRES SUR LE NOTRE PERE par un grand maître spirituel orthodoxe

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης - Πάτερ ἡμῶν...

Ἑρμηνεία στὴν Κυριακὴ Προσευχή


Διάλεξα ἕνα κομμάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα τό «Πάτερ ἡμῶν», γιατί νομίζω εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική προσευχή, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι «Κυριακή» προσευχή, ἡ προσευχή ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος.
Καί νομίζω ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε τήν προσευχή πού Ἐκεῖνος ἔκανε, μᾶς ἔδωσε τή ζωή πού Ἐκεῖνος ἔζησε καί μᾶς δίδαξε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν Του· κι αὐτό εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως μᾶς εἶπε ἄλλη φορά «Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰω. ιε´ 5)· ὅπως ἡ σχέση τοῦ κλήματος καί τῆς ἀμπέλου εἶναι μιά σχέση ὀργανική καί ἀθόρυβα προχωρᾶ ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τά κλήματα, ἔτσι καί ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ὅλη τήν ὕπαρξή Του, ὁπότε, μέσα στήν προσευχή αὐτή - ἄν τήν κάνουμε συνειδητά καί ἄν τήν ζοῦμε - νομίζω ὅτι ζοῦμε ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.
Ἀλλά ἂς ἀρχίσουμε νά διαβάζουμε τήν προσευχή αὐτή καί νά τήν παρακολουθοῦμε φράση πρός φράση.
Ἡ πρώτη φράση λέει: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Νομίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μας ἡ μεγάλη εἶναι μιά· πολλές φορές ἀπογοητευόμαστε καί ξεχνᾶμε ἕνα πρᾶγμα: ὄχι ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει. Ἂν ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι, εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Λέμε ὅτι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ἀγαποῦν τό παιδί τους ὄχι γιατί εἶναι καλό, ἀλλά γιατί εἶναι παιδί τους· ὁπότε εἶναι μεγάλο πρᾶγμα ἄν αὐτή τή συνείδηση τήν ἀποκτήσουμε καί νοιώσουμε ὅτι μποροῦμε ἐμεῖς νά ποῦμε τό Θεό Πατέρα μας. Γιατί αὐτή ἡ λέξη τά λέει ὅλα. Ἀμέσως μᾶς βάζει μέσα στό κλίμα τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νά εἶναι κανένας ὀρφανός, μπορεῖ νά τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ δικοί του, μπορεῖ ὅλα νά τά ἔχει χάσει καί νά αἰσθάνεται μόνος· ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ὁ Θεός εἶναι Πατέρας του, νοιώθει μιά ἀσφάλεια, μιά σιγουριά καί ὅλος ὁ κόσμος γίνεται σπίτι του.

Θά τολμοῦσα νά πῶ καί τό ἑξῆς: μήπως δέν θἆταν καλύτερα νά μᾶς ἐγκαταλείψουν ὅλοι, γιά νά νοιώθουμε αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Θαρρῶ πώς κι αὐτό μποροῦμε νά τό ποῦμε. Γι᾿ αὐτό, βλέπετε κι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς Του λέγει: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ διψῶντες, μακάριοι οἱ πεινῶντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες...». Δηλ. Μακάρι νά στερηθοῦμε τή στοργή τήν ἀνθρώπινη, νά τά χάσουμε ὅλα, γιά νά νοιώσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Θυμᾶμαι μιά φορά πού εἴχαμε ρωτήσει μιά γριά στό Παρίσι, Ρωσίδα, τί εἶναι μοναχός, καί αὐτή μᾶς εἶπε αὐθόρμητα ὅτι μοναχός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρέμεται ἀπό ἕνα σχοινί, καί τό σχοινί αὐτό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νομίζω ὅτι αὐτό τελικά μποροῦμε νά τό ποῦμε γιά κάθε ἄνθρωπο: ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά δύναμη στή ζωή του καί ἡ δύναμη αὐτή εἶναι ὅτι ὁ Θεός τὸν ἀγαπᾶ. Ἤλθαμε στή ζωή καί ἐλπίζουμε, γιατί κάποιος μᾶς ἀγαπᾶ· κι αὐτός ὁ κάποιος εἶναι δυνατός ἄσχετα ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι.
«Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Πατέρας μας λοιπόν δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιος ποὺ μπορεῖ νά ἐντοπισθεῖ ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀλλά εἶναι ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐράνιος Πατέρας, ὁπότε, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλος ὁ οὐρανός γίνεται σπίτι μας. Ἔτσι, λοιπόν, μποροῦμε νά νοιώθουμε ἄνετα κι ἐλεύθερα. Γι᾿ αὐτό, λέγεται, ὅτι ὅταν εἶπαν στόν Εὐάγριο Ποντικό, ἕνα ἀπό τούς πρώτους ἀσκητές τῆς Νιτρίας, ὅτι ὁ πατέρας του πέθανε, αὐτός ἀντέδρασε αὐθόρμητα καί λέει: «Μή βλαστημεῖτε· ὁ Πατέρας μου δέν πέθανε ποτέ»!
Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν πρώτη φράση ὁ Κύριος μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κάνει δικούς Του ἀδελφούς, καί μᾶς λέει τὸν Πατέρα Του νά τὸν λέμε καί δικό μας Πατέρα. Καί κάτι ἄλλο λένε οἱ Πατέρες: Λέμε τό Θεό «Πάτερ ἡμῶν» - δέν λέμε ἁπλῶς Πατέρα μου - ὁπότε ὁ Θεός εἶναι ὅλων Πατέρας μας καί, ἔτσι, ὅλοι εἴμαστε μεταξύ μας ἀδελφοί.
Ἡ ἑπόμενη φράση λέει, «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου...».
Σ᾿ αὐτές τίς δύο φράσεις οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας βλέπουν τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἔτσι λοιπόν, σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις «Πάτερ ἡμῶν... ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς. Τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. (Ὑπάρχει μάλιστα μιά γραφή τοῦ Εὐαγγελίου παλαιότερη, πού ἀντί νά λέει «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» λέει «ἐλθέτω τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καί καθαρισάτω ἡμᾶς). Ὁπότε ἐδῶ ἔχουμε παροῦσα τήν Ἁγία Τριάδα. Εἶναι αὐτό πού λέμε: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα..., καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν..., καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον...».
»Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου...». Παρακαλοῦμε ἐμεῖς νά ἁγιασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, ἄν βλέπουμε αὐτά πού λένε οἱ Πατέρες, ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου» μποροῦμε νά τό συνδέσουμε μέ ἐκεῖνο πού λέει ὁ Κύριος: «Ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» (Ἰω. ιζ´ 19). Καί τό «ἁγιάζω ἑμαυτόν» τοῦ Κυρίου σημαίνει ὅτι, ἐγώ θυσιάζω τὸν ἑαυτό μου γιά νά ἁγιασθοῦν ἐν ἀληθείᾳ, στήν πραγματικότητα, οἱ πιστοί. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν καί ἐμεῖς λέμε «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου», εἶναι σάν νά λέμε, ἄς ἁγιασθεῖ ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἡ ἀπολύτρωση καί ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν. Καί, «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», νά ἔλθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στήν Πεντηκοστή· καί πάντοτε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά συνεχής Πεντηκοστή.
Μέσα, λοιπόν, σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις βλέπουμε παροῦσα ὅλη τήν Ἁγία Τριάδα. Ἀλλά, μποροῦμε νά δοῦμε σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις, καί τήν πραγματικότητα τῆς ἐπικλήσεως τῆς κεντρικῆς εὐχῆς τῆς Θείας Λειτουργίας: Αὐτό πού ὁ ἱερεύς, παρακαλεῖ τὸν Οὐράνιο Πατέρα, νά στείλει δηλ. τό Πνεῦμα τό πανάγιον καί νά ποιήσει τὸν ἄρτον καί τὸν οἶνον Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Καί φθάνουμε στήν τέταρτη φράση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κεντρική φράση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», καί τό κεντρικό σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί τῆς δικῆς μας ζωῆς: εἶναι τό «γενηθήτω τό θέλημά σου».
Ἴσως αὐτή ἡ φράση, «γενηθήτω τό θέλημά σου», μπορεῖ νά παρομοιασθεῖ μέ τό «Ἀμήν» τῆς ἐπικλήσεως. Καί αὐτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» εἶναι ἡ κατάληξη καί ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν προηγουμένων φράσεων· στίς προηγούμενες φράσεις λέμε, «ἁγιασθήτω τό Ὄνομά σου», «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», «γενηθήτω τό θέλημά σου». Ἀναφερόμαστε στό Θεό, λέμε τό ὄνομά Του νά ἁγιασθεῖ, ἡ βασιλεία Του νά ἔλθει, τό θέλημά του νά γίνει. Δίνουμε τά πάντα στό Θεό, καί αὐτό ἐπικυρώνεται καί ἀνακεφαλαιώνεται μ᾿ αὐτή τή φράση, «γενηθήτω τό θέλημά σου».
Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τί σημασία ἔχει τό «γενηθήτω τό θέλημά σου», θά εἶναι καλά νά θυμηθοῦμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, γιατί κατέβηκε ἀπ᾿ τὸν Οὐρανό: «Ἐγώ καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Καί τό ἄλλο πάλι πού λέει, ὅτι «ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί...»· ἡ κρίσις μου εἶναι δίκαιη καί σωστή γιατί «οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Καί κάτι ἄλλο: θυμᾶστε πού ὁ Κύριος συναντήθηκε μέ τή Σαμαρείτιδα· ὅταν ἦλθαν οἱ μαθητές, εἶπαν στόν Κύριο: «Ραββί, φάγε»· κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε, ὅτι «ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ἡμεῖς οὔκ οἴδατε...». Ἐγώ ἔχω νά φάω ἕνα φαγητό τό ὁποῖο ἐσεῖς δέν ξέρετε. «Ἐμόν βρῶμα ἐστίν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον».
Αὐτό, λέει, πού ἐμένα μέ τρέφει εἶναι νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Καί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό βασικό πρᾶγμα τό ὁποῖο καθορίζει τή ζωή τοῦ Κυρίου καί τή ζωή τή δική μας. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε τὸν Κύριο στή συνέχεια, τήν ὥρα τῆς Γεθσημανῆ, δηλ. τήν ὥρα τῆς πραγματικῆς ἀγωνίας - θἄλεγε κανείς τήν ὥρα ἑνός δυνατοῦ σεισμοῦ πού τά πάντα δοκιμάζονται, καί ὁ Κύριος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» - νά λέει «Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τό ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐάν μή αὐτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ. κστ´ 42). Αὐτό ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Κύριος νά λέμε, καί ἐκεῖνος τό εἶπε στή δύσκολη στιγμή καί προχωρεῖ ὁ Κύριος ἤρεμα, ἀλλά παντοκρατορικά πρός τό πάθος ἀκριβῶς γιατί λέγοντας, «ὄχι τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου νά γίνει», ἀμέσως στρέφεται ἐσωτερικά, παίρνει ἄλλη δύναμη καί προχωρεῖ.
Δέν θἆταν ἄσχημα νά πᾶμε τώρα γιά μιά στιγμή καί στή δικιά μας ζωή. Ἀγωνιζόμαστε στή ζωή μας, ἀρχίζουμε, ἔχουμε σχέδια, ἔχουμε προγράμματα, προχωρᾶμε καλά, ἀλλά σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά περάσουμε δυσκολίες. Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν περάσει τή Γεθσημανῆ του. Καί τήν ὥρα πού τά πάντα καταρρέουν, τότε μόνο τά πάντα ἀνασταίνονται, καί τότε μόνο καταλαβαίνει κανείς αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι τό νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί ὄχι τό δικό μου, αὐτό εἶναι ποὺ μὲ τρέφει. Ἐκείνη τή στιγμή πού τά πάντα καταστρέφονται καί δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα πουθενά καί κανένα φῶς, καί τά πάντα εἶναι σκεπασμένα μέ σκοτάδι, ἄν ὁ ἄνθρωπος πεῖ - Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου, ἀμέσως παίρνει μιά ἄλλη δύναμη, ἀνασταίνεται καί προχωρεῖ παντοκρατορικά καί σεμνά πρός τήν ὁδό, πρός τή διάβαση, πρός τό Πάσχα πού εἶναι ὁ Χριστός, σέ μιά ἐξέλιξη πού δέν σταματᾶ ποτέ. Καί τότε, ἐκ τῶν ὑστέρων, θά εὐχαριστεῖ κανείς τό Θεό ὄχι γιά τίς εὐκολίες, ἀλλά γιά τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του καί γιά τή Γεθσημανῆ του, ἡ ὁποία τὸν ἀνάγκασε, μέσα στήν ἐξάρθρωση τοῦ ἑαυτοῦ του, νά πεῖ τό λογισμό του ἐλεύθερα, νά καταλήξει στό: «Θεέ μου, νά γίνει τό δικό σου θέλημα».
Νομίζω ὅτι αὐτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» μοιάζει μέ τό «γενηθήτω» τό δημιουργικό (αὐτό πού λέει ὁ Κύριος, «Εἶπε καί ἐγενήθησαν, ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν»), καί μέ τό λειτουργικό γενηθήτω (ὅταν ὁ ἱερεύς ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νά καταπέμψει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ποιήσει τὸν ἄρτον Σῶμα Χριστοῦ καί τό ἐν τῷ Ποτηρίῳ Αἷμα Χριστοῦ καί λέει τό Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν, ὁπότε ἤδη ἔγινε τό μυστήριο. Ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ τοῦ δημιουργικοῦ γενηθήτω καί τοῦ λειτουργικοῦ). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητά πεῖ, Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί σέ μένα, μοιάζει καί μέ αὐτό πού εἶπε ἡ Παρθένος στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου»· νά γίνει σέ μένα, στήν ὕπαρξή μου, μέσα μου, κατά τό ρῆμα σου· Θεέ μου, νά γίνει κατά τό θέλημά σου. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί παίρνει μιά ἄλλη δύναμη.
Λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ κάπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ὑπακούοντας στό Θεό, νά γίνει Θεός κατά χάριν, καί νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μή ὄντος νέους κόσμους: ὁ ἄνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ὁ ἀδύνατος παίρνει ἄλλη δύναμη καί ὁ νεκρός παίρνει νέα ζωή καί προχωρεῖ. Τότε καταλαβαίνει ὅτι, πράγματι, εἶναι τροφή πραγματική τό νά καταλήξει νά πεῖ ἤρεμα, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί ὄχι τό δικό μου».
Γι᾿ αὐτό βλέπετε ὅτι ὁ ἀληθινός θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού πάει στό πανεπιστήμιο καί παίρνει ἄριστα ἐπειδή θυμᾶται μερικές χρονολογίες καί μερικά ὀνόματα ἢ γράφει μιά ἐργασία· ἀλλά, ἀληθινός θεολόγος πού γνωρίζει ποιά εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος στή δύσκολη στιγμή λέγει: μή τό ἐμόν, ἀλλά τό σόν γενέσθω θέλημα. Τότε ὅλος ὁ Θεός μπαίνει μέσα του, τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο τὸν κάνει θεολόγο, τὸν κάνει θεό κατά χάριν καί προχωρεῖ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μέ ἕνα ἄλλο τρόπο μπροστά. Καί ὅπως ὁ Κύριος ἀναστημένος προχωροῦσε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος ἀλλά καί παντοδύναμος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προχωρεῖ εἴτε τά προβλήματα εἶναι λυμένα ἢ ἀνοικτά. Γι᾿ αὐτό ἄν τυχόν περνᾶμε δυσκολίες ἄς λέμε τό λογισμό μας ἐλεύθερα· ὅπως θέλει κανείς νά ἐκφρασθεῖ, ἄς ἐκφρασθεῖ, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. Ἀλλά στή συνέχεια ἄς ποῦμε, Θεέ μου, ἐγώ δέν ξέρω, ἐσύ ξέρεις, ἐσύ μέ ἀγαπᾶς πιό πολύ ἀπό ὅ,τι τούς ἀγαπῶ ἐγώ καί πιό πολύ ἀνήκουν σέ σένα ὅλοι ἀπ᾿ ὅ,τι ἀνήκουν σέ μένα. Ὁπότε ἄς γίνει τό θέλημά σου. Ἂν τυχόν τό θέλημά σου ἐξωτερικά φαίνεται καταστροφή, νἆναι καταστροφή. Καλύτερα μιά θεοθέλητη καταστροφή παρά ὁποιαδήποτε ἐπιτυχία μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, πού εἶναι ἀληθινό χαντάκωμα καί ἀληθινή καταστροφή. Τότε τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» εἶναι ἡ φράση ποὺ μᾶς τρέφει καί μᾶς ἀνασταίνει σέ ἕνα ἄλλο χῶρο.
Ἡ ἄλλη φράση εἶναι, «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Ἐδῶ πέρα, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Χριστός, βάζει τὸν καθένα μας ὑπεύθυνα γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν λέει, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου στή ζωή μου», ἀλλά νά γίνει τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς, νά γίνει σ᾿ ὁλόκληρη τή γῆ. Θυμᾶμαι σ᾿ ἕνα νησί, στήν Κῶ, πού εἶχα πάει μιά φορά εἶχα δεῖ μιά γριούλα. Μοῦ λέει, «Ἐγώ δέν ξέρω γράμματα καί δέν ξέρω νά κάνω καμιά προσευχή, μά οὔτε τό Πιστεύω μπορῶ νά πῶ οὔτε τό Πάτερ ἡμῶν. Γι᾿ αὐτό, τό βράδυ ὅταν πέσω νά κοιμηθῶ, κάνω τό σταυρό μου καί παρακαλῶ ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλον τὸν κόσμο». Μέ ρωτᾶ, «Καλά κάνω;» Τῆς λέω, «Καλά κάνεις».
Βλέπετε, ἡ γριούλα εἶχε συλλάβει τό μυστικό τῆς εὐχῆς αὐτῆς· καί ἐπειδή ζοῦσε μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἐπειδή εἶχε τή χάρη τοῦ Χριστοῦ πού κυκλοφοροῦσε μέσα στήν ὕπαρξή της ἀθόρυβα, ὅπως πάει ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τό κλῆμα, γι᾿ αὐτό, χωρίς νά ξέρει γράμματα, ἔκανε αὐτό τό ἀληθινό: παρακαλοῦσε ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι λοιπόν λέμε «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Παρακάτω λέμε, «τόν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον».
Ὅταν φθάσουμε στό σημεῖο νά περάσουμε τή Γεθσημανῆ καί νά ποῦμε στή δύσκολη στιγμή, «Θεέ μου, γενηθήτω τό θέλημά σου» καί δέν δυσανασχετοῦμε, δέν ἀγανακτοῦμε, ἀλλά αὐτό τό δεχόμαστε μέ καρτερία καί ἠρεμία, τότε νομίζω ὅτι εἶναι ἱκανό τό πνευματικό μας στομάχι νά χωνέψει τήν ὄντως τροφή. Καί ἡ ὄντως τροφή πάλιν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἴδατε ὅτι εἶπε: «Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τίς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. στ´ 51). Ἐγώ εἶμαι ὁ ἀληθινός ἄρτος, ὁ ζωντανός, πού κατέβηκε ἀπό τὸν οὐρανό· καί ἄν κανείς φάει ἀπ᾿ αὐτόν τὸν ἄρτο θά ζήσει καί δέν πρόκειται νά πεθάνει. Δηλ. παίρνει ἀπό τώρα μιά δύναμη καί μιά χάρη, ἡ ὁποία τὸν βοηθᾶ νά ξεπεράσει τό θάνατο· ἤδη ἀπό τώρα, ἐνῶ βρίσκεται ἐν σαρκί, βρίσκεται μέσα στήν αἰώνια ζωή.
Γι᾿ αὐτό ὅταν λέει ὁ Κύριος, «τόν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον», τί ἀκριβῶς θέλει νά πεῖ; Καί λένε οἱ Πατέρες ὁ «ἐπιούσιος» σημαίνει ὁ ἄρτος πού ἀφορᾶ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ἢ ὁ ἄρτος τῆς ἐπιούσης ἡμέρας. Ἐπιοῦσα ἡμέρα εἶναι ἡ ἑπόμενη μέρα· καί ἑπόμενη μέρα εἶναι ὁ ἑπόμενος αἰών, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι λοιπόν, παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς ἀξιώσει τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», τοῦ οὐρανίου ἄρτου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς Τὸν δώσει σάν τροφή ἀληθινή ἀπό σήμερα. Καί ἐνῶ βρισκόμαστε ἐν σαρκί, ἐνῶ βρισκόμαστε σ᾿ αὐτό τὸν κόσμο, ὁ ἀληθινός ἄρτος πού θά μᾶς τρέφει νἆναι ὁ ἄρτος τῶν ἀγγέλων, ὁ ἄρτος τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», ὁ ἄρτος τῆς μελλούσης ζωῆς καί βασιλείας.
»Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Ἐδῶ πέρα θυμόμαστε τήν προσευχή τοῦ Κυρίου πού εἶπε γιά τούς σταυρωτές του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ´ 34). Ὁ Κύριος τούς συγχώρεσε καί ἐπειδή δέν ὑπῆρχε καμιά δικαιολογία γι᾿ αὐτό, ὁ Κύριος βρῆκε μιά δικαιολογία γι᾿ αὐτούς, ὅτι δέν ξέρουν τί κάνουν.
»Καί ἄφες ἡμῖν..., ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν...». Ἡ φράση αὐτή ἔχει κάτι λίγο πιό ἀπαιτητικό. Δέν μᾶς λέει ὁ Κύριος νά παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς βοηθήσει νά συγχωροῦμε τούς ἄλλους, ἀλλά λέμε ὅτι ἐμεῖς ὁπωσδήποτε συγχωροῦμε. Καί λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι ἐδῶ πέρα, ἐμεῖς σάν νά λέμε στό Θεό Πατέρα νά λάβει ἐμᾶς σάν ὑπόδειγμα καί νά μᾶς συγχωρήσει καί ἐμᾶς.
Ἀλλά ἄν τυχόν ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε, τότε τίποτε δέν γίνεται, τό εἶπε ὁ Κύριος ξεκάθαρα: «Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ Πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. στ´ 15). Μπορεῖ νά πηγαίνουμε στά Κατηχητικά, μπορεῖ νά πηγαίνουμε στίς ὁμιλίες, στήν ἐκκλησία, νά κοινωνοῦμε καί νά προχωροῦμε στήν πνευματική ζωή, μπορεῖ νά κάνουμε θαύματα, καί ὅμως νά μή συγχωροῦμε κάποιον. Ἀλλά ἐάν δέν συγχωροῦμε δέν γίνεται ἀπολύτως τίποτα.
Στό σημεῖο αὐτό θἄθελα νά θυμηθοῦμε κάτι πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στούς ἀνθρώπους πού ἀπευθυνόταν: «Πονάω γιατί δέν ἔχω χρόνο νά σᾶς δῶ ὅλους χωριστά τὸν καθένα σας καί νά ἐξομολογηθεῖτε καί νά μοῦ πεῖτε τά παράπονά σας καί νά σᾶς πῶ καί ἐγώ ὅ,τι μέ φωτίσει ὁ Θεός. Ἀλλά ἐπειδή δέν μπορῶ νά σᾶς δῶ ὅλους, θά σᾶς πῶ μερικά πράγματα τά ὁποῖα πρέπει νά ἐφαρμόσετε. Κι ἄν αὐτά ἐφαρμόσετε θά προχωρήσετε καλά. Τό πρῶτο εἶναι νά συγχωρᾶτε τούς ἐχθρούς σας». Καί γιά νά τούς κάνει νά καταλάβουν τί ἤθελε νά πεῖ, τούς δίνει ἕνα παράδειγμα: «Ἤλθαν δύο νά ἐξομολογηθοῦν, ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος. Ὁ Πέτρος μοῦ εἶπε: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τὸν καλό δρόμο. Ζῶ στήν ἐκκλησία, ἔχω κάνει ὅλα τά καλά, προσεύχομαι, κάνω ἐλεημοσύνες, ἔχω κτίσει ἐκκλησίες, ἔχω κτίσει μοναστήρια, ἔχω ἕνα μικρό ἐλαττωματάκι, ὅτι δέν συγχωρῶ τούς ἐχθρούς μου». Καί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅτι, «Ἐγώ, αὐτόν τὸν ἀποφάσισα γιά τήν κόλαση, κι εἶπα «ὅταν πεθάνει θά τὸν πετάξουν στό δρόμο νά τὸν φᾶνε τά σκυλιά»». Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐξομολογήθη καί μοῦ λέει: «Ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τό στραβό δρόμο, ἔχω κλέψει, ἔχω ἀτιμάσει, ἔχω σκοτώσει, ἔχω κάψει ἐκκλησίες, μοναστήρια, δηλ. εἶμαι σάν δαιμονισμένος· μόνο ἕνα καλό ἔχω, ὅτι συγχωρῶ τὸν ἐχθρό μου». Καί λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, «ἐγώ κατέβηκα, τὸν ἀγκάλιασα, τὸν φίλησα καί τοῦ εἶπα σέ τρεῖς μέρες νά κοινωνήσει».
Αὐτός πού εἶχε ὅλα τά καλά, μέ τήν κακότητα νά μή συγχωρεῖ τὸν ἐχθρό του, ὅλα αὐτά τά μόλυνε, ὅπως ἔχουμε 100 ὀκάδες ζυμάρι καί βάζουμε λίγο προζύμι καί κουφίζει ὅλο τό ζυμάρι. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ ἄλλος πού ἔχει κάνει ὅλα τά κακά, συγχωροῦσε τὸν ἐχθρό του· αὐτό ἔδρασε μέσα σ᾿ ὅλα αὐτά σάν μιά φλόγα κεριοῦ καί τἄκαψε ὅλα. Νομίζω, ὅτι αὐτό εἶναι βασικό. Καί πολλές φορές ἡ ζωή μας ὁλόκληρη βγάζει μιά ἀποφορά ἀντί νἄναι ἄρωμα Χριστοῦ, καί δέν ξέρουμε γιατί γίνεται αὐτό. Νά συγχωροῦμε, λοιπόν. Νά μήν κρατήσουμε καμιά κακότητα γιά κανένα. Τότε ἡ ζωή μας θά προχωρήσει μπροστά. Ἂν αὐτό δέν κάνουμε, τότε ὅλες οἱ θεολογίες μας κι ὅλες οἱ ἁγιότητές μας πᾶνε χαμένες. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς λέει ὁ Κύριος, «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἕνα ἐλάχιστο πρᾶγμα φτάνει γιά νά σέ βάλει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί ἕνα ἐλάχιστο πρᾶγμα μπορεῖ νά βρωμίσει ὅλη τή ζωή μας.
»Καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ».
Λέμε, «μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος λέει, «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰάκ. α´ 2). Τήν ἀπορία μᾶς τήν λύνουν οἱ Πατέρες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέει ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πειρασμοί: ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία· σ᾿ αὐτούς παρακαλοῦμε τὸν Κύριον νά μήν ἐπιτρέψει νά μποῦμε καί νά παρασυρθοῦμε. Ἀπ᾿ τήν ἄλλη μεριά ὑπάρχουν ἄλλοι πειρασμοί καί δοκιμασίες, οἱ ἀπροαίρετοι καί ὀδυνηροί πειρασμοί, οἱ ὁποῖοι κολάζουν τήν φιλαμαρτήμονα γνώμη, οἱ ὁποῖοι σταματοῦν τήν ἁμαρτία. Ἔτσι, λοιπόν, παρακαλοῦμε νά μήν πέσουμε στούς πρώτους πειρασμούς, τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς, ἀλλά ἄν τυχόν πέσουμε στίς ἄλλες δοκιμασίες πρέπει νά τίς δεχόμαστε μέ κάθε χαρά, γιατί αὐτοί οἱ πειρασμοί φέρνουν τήν γνώση, τήν ταπείνωση, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί θυμᾶστε αὐτό πού λέει στό Γεροντικό: «ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος». Ἂν βγάλεις ἀπό τή ζωή μας τούς πειρασμούς, αὐτές τίς δοκιμασίες, κανείς δέν πρόκειται νά σωθεῖ.
»...ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Ἡ τελευταία φράση αὐτῆς τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ πρώτη φράση τῆς προσευχῆς εἶναι τό «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη λέξη, ἡ πρώτη πραγματικότητα, τελευταία δέ εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ ζωή μας κινεῖται μεταξύ τοῦ πονηροῦ καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ πονηρός δέν ἄφησε κανένα ἀπείραστο· οὔτε τὸν πρῶτο Ἀδάμ στόν Παράδεισο οὔτε τό δεύτερο Ἀδάμ, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν βγῆκε στήν ἔρημο. Καί λέει ὁ Κύριος πάλι, ὅτι «τό γένος τοῦτο ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Μαρκ. θ´ 29). Δέν μποροῦμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τὸν πονηρό παρά μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία. Δέν φεύγει ὁ πονηρός μέ τή λογική ὅπως δέν φεύγει τό καρκίνωμα μέ τίς ἀσπιρίνες. Δέν φεύγει ὁ διάβολος μέ τίς ἐξυπνάδες. Λέγει καί ἕνας μοναχός, ὅτι ὁ μεγαλύτερος δικηγόρος δέν μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα μέ τό μικρότερο διάβολο. Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά ἀρχίζομε συζήτηση μέ τὸν πονηρό. Ἂς τὸν ἀφήνουμε καί νά φεύγουμε.
Τό θέμα στήν πνευματική ζωή εἶναι νά ἀποκτήσουμε τή διάκριση τήν πνευματική, νά ξεκαθαρίζουμε τά πράγματα ἄν κάτι εἶναι ἀπό τό Θεό ἢ ἀπό τό διάβολο. Μά θά πεῖ κανένας: Ἐγώ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος· πῶς μπορῶ νά ἀποκτήσω αὐτή τή διάκριση; Νομίζω τά πράγματα εἶναι ἁπλά ἐάν τυχόν κάνουμε συνειδητά αὐτή τήν προσευχή ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος. Μποροῦμε τώρα νά ἀρχίσουμε ἀπό πίσω: ἐάν συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας ἀσυζητητί· ἐάν τρεφόμεθα μέ τὸν οὐράνιον ἄρτον· ἐάν στή δύσκολη στιγμή λέμε, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου» καί ἐάν νοιώθουμε τό Θεό, Πατέρα μας, τότε, ἐνῶ εἴμαστε πάρα πολύ ἀδύνατοι, θά εἴμαστε ταυτόχρονα καί πανίσχυροι. Ἐάν, ἀντίθετα, κάνουμε τό θέλημά μας καί δέν συγχωροῦμε τὸν ἄλλο, τότε τὸν διάβολο ἀπό μυρμήγκι τὸν κάνουμε λιοντάρι καί δέν μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα μέ καμιά δύναμη. Ἀντίθετα, ἐάν λέμε: τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά γίνει, ἐγώ δέν ξέρω τίποτα· ἄν συγχωροῦμε ἀσυζητητί· ἄν τή στιγμή ποὺ μᾶς ἔχουν σκοτώσει, ἐμεῖς, σκοτωμένοι, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν κρατᾶμε καμιά κακότητα γι᾿ αὐτόν ποὺ μᾶς σκότωσε καί λέμε ἔχει ὁ Θεός, δέν πειράζει· τότε ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος, εἶναι παντοδύναμος καί μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα καί ὁ διάβολος μπροστά του εἶναι μυρμήγκι. Καί προχωρεῖ ἐλεύθερα.
Θυμᾶστε, στή Γεθσημανῆ, ὅταν ὁ Κύριος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» καί εἶπε «οὐ τό ἐμόν θέλημα γενέσθω», ἀναφέρεται ἐκεῖ στήν Ἁγία Γραφή ὅτι, «ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτό» (Λουκ. κβ´ 43). Καί ἐπίσης ὅταν στήν ἔρημο εἶπε, «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις», τότε τὸν ἄφησε ὁ διάβολος «καί ἰδού ἄγγελοι προσῆλθον καί διηκόνουν αὐτῷ» (Ματθ. δ´ 10-11). Ἔτσι, λοιπόν, συμβαίνει καί σ᾿ ἐμᾶς· ἄν λέμε τήν προσευχή αὐτή, ἄν ζοῦμε τή ζωή αὐτή, ὁ πονηρός φεύγει, ἡ διάκριση ἡ πνευματική ἔρχεται μέσα μας καί ἄγγελοι μᾶς διακονοῦν. Καί μποροῦμε νά νοιώσουμε αὐτή τή συντροφιά τῶν ἀγγέλων· καί μποροῦμε ἀπό τώρα νά ζήσουμε στόν Οὐρανό· καί μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε αὐτές τίς φράσεις τίς κυπριακές καί νά ποῦμε ὅτι ἡ ζωή μας γίνεται τότε «ἀγγελόκτιστη», «Θεοσκέπαστη». Τότε ὁ ἄνθρωπος ὁ μικρός γίνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ παντοδύναμος...

jeudi 1 mai 2008

MESSAGE DU PATRIARCHE en français

MESSAGE PATRIARCAL
POUR LES SAINTES PAQUES
N° de protocole 477

BARTHOLOMAIOS
PAR LA GRACE DE DIEU
ARCHEVEQUE DE CONSTANTINOPLE, NOUVELLE ROME,
ET PATRIARCHE OECUMENIQUE
QUE LA GRACE, LA PAIX ET LA MISERICORDE
DU CHRIST NOTRES SAUVEUR GLORIEUSEMENT RESCUSCITE
SOIENT AVEC TOUT LE PLEROME DE L'EGLISE


Frères et enfants bien-aimés dans le Seigneur,

« Voici que l'hiver passe »1, « le printemps » du salut « arrive », « on voit des fleurs dans le pays ; on entend la tourterelle, (...) les ceps en bouton donnent leur senteur »2. La sainte et grande Pâque du Seigneur se lève, réchauffe, éclaire et fait resplendir le monde. « De lumière, maintenant, est rempli tout l'univers, au ciel, sur terre et aux enfers »3

Christ est Ressuscité
L'impassible Dieu, l'immortel époux de l'Eglise, notre Seigneur Jésus Christ, qui s'est fait notre frère premier-né et ami, « est ressuscité des morts, par sa mort il a triomphé de la mort » le troisième jour, après que, du haut de la Croix, il avait proclamé : « tout est accompli ! »4 Le séjour des morts s'ébranle à l'annonce de sa venue5, car non seulement il a réduit à l'impuissance celui qu'il détenait le pouvoir de la mort, vidant divinement les ténèbres, mais aussi car il offre une vie sans fin et une résurrection certaine à tous ceux qui, après cela et jusqu' à la fin des siècles , croiront en Lui, vivront en Lui et garderont jusqu' à la fin leur confession de foi en Lui. « La justice étant la ceinture de ses hanches et la fidélité le baudrier de ses reins »6, Christ est sorti du tombeau, « ressuscitant avec lui tout le genre humain par amour pour nous »7. Voici donc, chers frères et enfants bien-aimés, l'essentiel de cette grande fête, pleine d'une ambiance printanière, que l'Eglise annonce à l'humanité. L'hiver rude de la mort est dépassé ! La tyrannie du diable est brisée, le terrible royaume des ténèbres et de la perdition est anéanti. « Le Seigneur est roi, Il est vêtu de majesté ! »8
Nous avons vu le Christ, par amour infini, souffrir volontairement sur la Croix, mourir et être enseveli pour notre salut. Nous nous sommes prosternés devant Lui, le Ressuscité d'entre les morts, et avec les Apôtres et les femmes myrophores nous avons écouté Sa sainte bouche nous dire : « La paix soit avec vous »9 et aussi « je vous salue »10 et notre coeur est réjoui. « Cette joie nul ne nous la ravira »11, car désormais la mort personnelle de chacun est abolie en puissance. A la seule condition de depasser le sens charnel de l'homme ancien et de crucifier la chair « avec ses passions et ses désirs »12 à la seule condition d'être « morts avec le Christ, nous croyons que nous vivrons aussi avec Lui »13. A la seule condition d'être « ensevelis » avec le Christ, « par le baptême »14, « nous serons assimilés » à sa Résurrection 15. Saint Grégoire le Théologien proclame cette vérité en des termes éloquents : « hier, j'étais crucifié avec le Christ ;aujourd'hui, je prends part à sa gloire. Hier, j'étais mort avec lui ; aujourd'hui, je vis avec lui. Hier, j'étais enseveli avec lui ; aujourd'hui, je ressuscite avec lui »16 Ainsi, le Seigneur ressuscité a résolu pour toujours notre problème éternel. Notre angoisse a pris fin. « Le Christ est ressuscité, et voici que règne la vie »17. Desormais , ce n'est plus notre vie, notre résurrection qui est en question. Ce n'est plus un rêve ni de l'utopie, c'est une réalité palpable, une réalité qui a un visage et un nom, « le nom suprême », Jésus Christ. Devant Lui « tout genou fléchit, dans les cieux, sur la terre et sous la terre »18, toute langue confesse que c'est Lui le seul Dispensateur de Vie, que c'est l'unique Seigneur qui vit et règne dans les siècles. Il partage volontairement Son Règne, Sa gloire et l'héritage de Son Père avec tous ceux qui communient à sa croix, à sa mort et à sa Résurection, Lui « le premier-né d'une multitude de frères »19
Depuis le Siège Patriarcal et oecuménique, depuis ce Siège martyr, nous prions le Seigneur de dispenser la paix au monde, de répendre Sa lumière de vérité et de justice dans les âmes humaines, d'accorder la patience et le soutien à tout être éprouvé et enfin de donner le goût du salut et la vie eternelle à tout fidèle.
Que la gloire, la puissance, l'honneur et l'adoration, soient au Vainqueur de la mort et au chef de la vie, avec le Père et le Saint-Esprit, dans les siècles. Amen

Saintes Pâques 2008

+Bartholomaios de Constantinople
fervent intercesseur auprès du Christ ressuscité pour vous tous


Lecture en soit donnée en église, au cours de la divine liturgie de la fête des saintes Pâques, aussitôt après la lecture du saint Evangile.
1Le Cantique des Cantiques 2,11
2Cantique... 2, 12-13
3Dimanches de Pâques, Matines, Ode 3
4Jn, 19, 30
5Cf Es 14,9
6Cf Es. 11,5
7Office de la Résurrection
8Ps 93 (92)
9Jn 20, 20
10Mt 28, 9
11Cj Jn 16, 22
12Ga 5, 24
13Rm 6, 8
14Rm 6, 4
15Rm 6, 5
16Discours à la sainte Pâque
17Homéliede Saint Jean Chrysostome pour le jour de la Résurrection
18Cf Ph 2, 9
19Rm 8, 29

MESSAGE DU METROPOLITE en français

METROPOLE GREC-ORTHODOXE DE FRANCE
EXARCHAT DU PATRIARCHAT ŒCUMENIQUE
7 rue Georges Bizet 75116 PARIS

+ LE METROPOLITE


Au clergé vénérable, aux conseils des paroisses et
aux communautés monastiques de notre sainte Métropole de France

Paris, Pâques 2008
« Il n 'est pas ici, car il est ressuscité ». (Mt 28:6)


Mes bien chers frères,
Deux faits de la vie du Seigneur Jésus suscitent l'émerveillement de tout être humain. L'un, c'est la Passion et la mort sur la Croix, l'autre Sa Résurrection.
Les souffrances de la Crucifixion sont connues de tous et nul n'en douterait sérieusement. Cela s'est passé sous Ponce Pilate, en un lieu connu, devant les autorités religieuses et politiques de l'époque, à une heure précise et, pour ainsi dire, citant saint Jean Chrysostome, «sous le regard de l'humanité toute entière», comme devant la face du monde entier.En revanche, la Résurrection est un événement diffèrent.
Elle a eu lieu le troisième jour de la mise au tombeau, à une heure inconnue, et nous ignorons complètement la manière dont cela s'est passé. Sans que la pierre ne soit roulée de devant l'entrée du saint sépulcre, le Seigneur en est sorti et « par la mort, il a vaincu la mort ». Le compilateur Euthyme Zigabène commente ce fait de la manière suivante : «Le Christ est ressuscité avant que l'ange ne soit descendu, car de même qu 'il est né, Sa Mère gardant sa virginité, de même il est sorti, sans que le scellage du tombeau ne soit entamé ». Autrement dit, le Christ est ressuscité sans que la pierre du tombeau ne soit enlevée, de la même manière qu'Il est né de la toute-sainte Mère de Dieu sans pour autant porter atteinte à sa virginité.
La raison humaine ne met pas en doute la souffrance de la Croix. Il serait même tout à fait possible d'affirmer qu'elle l'accepte et la reconnaît. La difficulté concerne plutôt le fait mystérieux de la Résurrection, mais il nous faut comprendre que Dieu n'a pas voulu démontrer par des signes manifestes la sortie du tombeau, afin de nous inviter ainsi à faire acte de foi et de confiance en la personne de Son Fils. Cependant, une fois ressuscité, II s'est manifesté à maintes reprises, confirmant ainsi, de manière éclatante l'événement suprême et le dogme central de notre foi. Le Christ est celui que Dieu «a ressuscité en le délivrant des douleurs de la mort » (Ac 2:24), comme l'apôtre Pierre le dit dans sa première prédication.
Parmi ces nombreuses apparitions du Christ ressuscité, il est bon de méditer celle qui permit à la Bonne Nouvelle de la Résurrection d'être diffusée par les femmes myrophores. Très tôt, « de grand matin », comme saisies de crainte elles se mirent en route pour se rendre au tombeau. Ces quelques femmes accompagnées de la toute-sainte Mère de Dieu, « l'autre Marie » (Mt 28:1), « achetèrent des aromates pour aller l'embaumer» (Mc 16:1), méprisant ainsi non seulement les multiples dangers, mais aussi les objections de leur raison humaine qui n'avaient de cesse de leur dire que leur entreprise était inutile. La pierre de l'entrée du tombeau était, en effet, fort grande, les gardiens présents et la frayeur partout.
Mais comme le dit un évêque contemporain : « la raison demande, la langue se tait , l'amour marche ». Leur raison disait bien qu'il leur serait impossible de rouler la pierre et de neutraliser les soldats, leur langue n'avait plus alors aucun argument. Cependant, l'amour marchait et lorsqu'elles parvinrent enfin à leur destination, une grande surprise les y attendait. Le tombeau était ouvert et l'ange qui se tenait là leur annonça l'évènement le plus important de toute l'histoire de l'humanité « Vous cherchez Jésus de Nazareth, le crucifié : Il est ressuscité, il n 'est pas ici ; voyez l'endroit où on l'avait déposé » (Mc 16:6), leur dit-il. Après les avoir rassurées, il leur annonça la résurrection du Seigneur.
Le tombeau vide fut ainsi le signe de la Réssurection.
Pourquoi l'ange est-il paru, demande saint Jean Chrysostome, « et a-t-il enlevé la pierre de dessus le sépulcre, sinon à cause des femmes qui avaient vu le Sauveur dans le tombeau ? Afin donc qu'elles crussent qu'Il était véritablement ressuscité, on leur a fait voir que le corps n'était plus dans le sépulcre ». Puisque les femmes avaient vu déposer le corps de Jésus dans la tombe, elles devaient donc voir aussi le tombeau vide. Ce n'est que plus tard que le Seigneur lui-même les rencontrera et leur adressera le fameux : «Soyez dans la joie ».
Mais si ces porteuses d'aromates ont certes vu le tombeau vide, cependant ce n'est que par leur foi en la personne du Christ qu'elles ne doutèrent point de Sa résurrection. Nous nous faisons la même chose encore aujourd'hui. Continuellement, nous chantons qu'après avoir «contemplé la Résurrection du Christ, nous adorons le Seigneur Jésus». Bien que vivant au XXIe siècle, nous confessons nous aussi la Résurrection du Christ. Saint Syméon le Nouveau Théologien dit que l'expérience de la Résurrection « naît » dans les coeurs par le biais de la foi. Comment ? En pratiquant les divins commandements, en participant au sacrement de la divine Eucharistie, nous acquérons un peu de cette expérience de la Résurrection du Christ. En vivant de la vie de l'Église, nous acquérons peu à peu la certitude de l'événement salvateur de la Résurrection du Christ.
Certes, en tant qu'hommes, nous vivons souvent dans un sentiment de corruption et d'affliction, le désarroi règne sur notre vie, parfois même divers événements douloureux nous conduisent au seuil du désespoir, mais seule l'expérience de la foi en la Résurrection du Christ peut nous donner la force de nous redresser spirituellement et nous procurer cette joie permanente et inaliénable que le Seigneur donne en partage à tous ceux qui croient en Lui. Grâce à notre foi en la réalité de la Résurrection du Christ, nous pouvons surmonter les obstacles que notre raison humaine n'a de cesse de nous opposer et nous pouvons ainsi témoigner de notre confiance inébranlable en la personne du Seigneur Jésus.
En ma qualité d'évêque du diocèse métropolitain de France, je vous souhaite à tous cette joie inaliénable de la Résurrection, la joie du Règne de Dieu.

Christ est ressuscité !
II est vraiment ressuscité



+Le Métropolite Emmanuel, de France

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

Pater Panagiotis

Pater Panagiotis
Notre prêtre

SAINTE CATHERINE

SAINTE CATHERINE
Notre Sainte Patronne

TROPAIRE DE SAINTE CATHERINE



Tropaire (ton 5) :

Chantons l'illustre épouse du Christ, Catherine, la protectrice du Sinaï, celle qui est pour nous refuge et secours ; elle fit taire en effet avec le glaive de l'Esprit brillamment les sophismes des impies; désormais, en martyre couronnée, pour tous elle implore la grande miséricorde.

Απολυτίκιο της Αγίας Αικατερίνης
Την πανεύφημον νύμφην Χριστού υμνήσωμεν,
Αικατερίναν την Θείαν και πολιούχον Σινά,
την βοήθειαν ημών και αντίληψιν ότι
εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς
των ασεβών τού Πνεύματος τή μαχαίρα,
και νυν ως μάρτυς στεφθείσα,
αιτείται πάσι το μέγα έλεος.

Kondakion (ton 2) :

En ce jour, amis des martyrs, formez un ch¦ur divin pour glorifier la très-sage Catherine; sur le stade elle a prêché le Christ, en effet, et foulé aux pieds le serpent, elle qui méprisa le savoir des rhéteurs.

+++

De tes vertus, comme rayons de soleil, tu as éclairé les philosophes incroyants. Comme pleine lune pour qui s'avance de nuit, tu dissipas les ténèbres de l'absence de Foi. La souveraine crut en Dieu grâce à toi, et tu confondis le tyran. Bienheureuse Catherine, comme épouse choisie, avec amour tu as rejoins, dans la chambre des Cieux, le Christ, ton époux resplendissant de beauté, et tu as reçu la couronne royale de Sa main. Puisqu'en Sa présence avec les Anges tu te tiens, intercède auprès de Lui pour les fidèles célébrant ta mémoire sacrée.

VIE DES PAROISSES

liste de blogs

Diaspora Grecque en France

Diaspora Grecque en France
Facebook